χρηματιστής


χρηματιστής

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

agjent burse

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χρηματιστής οι χρηματιστές
γενική του χρηματιστή των χρηματιστών
αιτιατική το(ν) χρηματιστή τους χρηματιστές
κλητική χρηματιστή χρηματιστές

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *