χρόνος


χρόνος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

kohë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χρόνος οι χρόνοι
γενική του χρόνου των χρόνων
αιτιατική το χρόνο τους χρόνους
κλητική χρόνε χρόνοι

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *