χτένα


χτένα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

krehër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χτένα οι χτένες
γενική της χτένας των χτενών
αιτιατική τη χτένα τις χτένες
κλητική χτένα χτένες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *