χώρα


χώρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vend

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χώρα οι χώρες
γενική της χώρας των χωρών
αιτιατική τη χώρα τις χώρες
κλητική χώρα χώρες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *