ψευδομαρτυρία


ψευδομαρτυρία

(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)
dëshmi e rremë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ψευδομαρτυρία οι ψευδομαρτυρίες
γενική της ψευδομαρτυρίας των ψευδομαρτυριών
αιτιατική την ψευδομαρτυρία τις ψευδομαρτυρίες
κλητική ψευδομαρτυρία ψευδομαρτυρίες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *