ψηλομύτης


ψηλομύτης


(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

hundëpërpjetë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ψηλομύτης ψηλομύτηδες
γενική ψηλομύτη ψηλομύτηδων
αιτιατική ψηλομύτη ψηλομύτηδες
κλητική ψηλομύτη ψηλομύτηδες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *