ψυγείο


ψυγείο


(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

frigorifer

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ψυγείο τα ψυγεία
γενική του ψυγείου των ψυγείων
αιτιατική το ψυγείο τα ψυγεία
κλητική ψυγείο ψυγεία

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *