φωτογραφία


φωτογραφία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fotografi

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φωτογραφία οι φωτογραφίες
γενική της φωτογραφίας των φωτογραφιών
αιτιατική τη φωτογραφία τις φωτογραφίες
κλητική φωτογραφία φωτογραφίες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *