χαρά


χαρά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
hare
gëzim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χαρά οι χαρές
γενική της χαράς των χαρών
αιτιατική τη χαρά τις χαρές
κλητική χαρά χαρές

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *