φράση


φράση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

shprehje
frazë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φράση οι φράσεις
γενική της φράσης / φράσεως των φράσεων
αιτιατική τη φράση τις φράσεις
κλητική φράση φράσεις

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *