φρένο Posted on 15th April 2016 by Luka — Leave a reply φρένο https://fjalor.shqipopedia.org/wp-content/uploads/gr/audio/φρένο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) frenë ενικός πληθυντικός ονομαστική το φρένο τα φρένα γενική του φρένου των φρένων αιτιατική το φρένο τα φρένα κλητική φρένο φρένα