φώκια


φώκια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fokë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φώκια οι φώκιες
γενική της φώκιας
αιτιατική τη φώκια τις φώκιες
κλητική φώκια φώκιες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *