φράντζα


φράντζα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

balluke
cullufe

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φράντζα οι φράντζες
γενική της φράντζας των φραντζών
αιτιατική τη φράντζα τις φράντζες
κλητική φράντζα φράντζες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *