χειροκρότημα


χειροκρότημα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
duartrokitje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χειροκρότημα τα χειροκροτήματα
γενική του χειροκροτήματος των χειροκροτημάτων
αιτιατική το χειροκρότημα τα χειροκροτήματα
κλητική χειροκρότημα χειροκροτήματα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *