χειροτεχνία


χειροτεχνία

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
artizanat
mjeshtëri
punë dore

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χειροτεχνία οι χειροτεχνίες
γενική της χειροτεχνίας των χειροτεχνιών
αιτιατική τη(ν) χειροτεχνία τις χειροτεχνίες
κλητική χειροτεχνία χειροτεχνίες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *