χειρουργείο


χειρουργείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
kirurgji

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χειρουργείο τα χειρουργεία
γενική του χειρουργείου των χειρουργείων
αιτιατική το χειρουργείο τα χειρουργεία
κλητική χειρουργείο χειρουργεία

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *