ψεγάδι


ψεγάδι

cen

defekt

e metë
(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική το ψεγάδι τα ψεγάδια
Γενική του ψεγαδιού των ψεγαδιών
Αιτιατική το ψεγάδι τα ψεγάδια
Κλητική ψεγάδι ψεγάδια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *