ψεκαστήρας


ψεκαστήρας

spërkatës
(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο ψεκαστήρας οι ψεκαστήρες
Γενική του ψεκαστήρα των ψεκαστήρων
Αιτιατική τον ψεκαστήρα τους ψεκαστήρες
Κλητική ψεκαστήρα ψεκαστήρες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *