ψεκαστήρας Posted on 15th April 2016 by Luka — Leave a reply ψεκαστήρας https://fjalor.shqipopedia.org/wp-content/uploads/gr/audio/ψεκαστήρας.mp3 spërkatës (αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική ο ψεκαστήρας οι ψεκαστήρες Γενική του ψεκαστήρα των ψεκαστήρων Αιτιατική τον ψεκαστήρα τους ψεκαστήρες Κλητική ψεκαστήρα ψεκαστήρες