ωοειδής


ωοειδής

oval

(επίθετο – mbiemër)

ενικός
Ονομαστική ωοειδής ωοειδής ωοειδές
Γενική ωοειδούς ωοειδούς ωοειδούς
Αιτιατική ωοειδή ωοειδή ωοειδές
Κλητική ωοειδή(ς) ωοειδής ωοειδές
πληθυντικός
Ονομαστική ωοειδείς ωοειδείς ωοειδή
Γενική ωοειδών ωοειδών ωοειδών
Αιτιατική ωοειδείς ωοειδείς ωοειδή
Κλητική ωοειδείς ωοειδείς ωοειδή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *