ωοθήκη


ωοθήκη

vezore

(θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική η ωοθήκη οι ωοθήκες
Γενική της ωοθήκης των ωοθηκών
Αιτιατική την ωοθήκη τις ωοθήκες
Κλητική ωοθήκη ωοθήκες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *